παραχώνω

παραχώνω
παραχώννυμι ΝΑ
επιχωματώνω, καλύπτω κοίλο ή ανώμαλο τμήμα τού εδάφους με χώμα
νεοελλ.
1. χώνω κάτι πιο βαθιά από όσο πρέπει
2. ειρων. θάβω νεκρό, ενταφιάζω
3. φρ. «παραχώνομαι σε κάποιον» — ενοχλώ ή προκαλώ υπερβολικά κάποιον
αρχ.
καλύπτω με χώμα τα πλάγια, σχηματίζω με χώμα κεκλιμένο επίπεδο («χῶμα παρέχωσε παρ' ἑκάτερον τοῡ ποταμοῡ χεῑλος», Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραχώνω — παραχώνω, παράχωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραχώνω — παράχωσα, παραχώθηκα, παραχωμένος 1. σκεπάζω με χώμα, θάβω: Ακόμα βρίσκονται πού και πού παραχωμένες νάρκες. – Σκότωσαν τους άντρες του χωριού και τους παράχωσαν σ ένα λάκκο. 2. χώνω εξαιρετικά μέσα, πολύ βαθιά: Το παράχωσες το καρφί στον τοίχο.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράχωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραχώνω, η κάλυψη με χώμα, το παράχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραχώνω. Η λ., στον λόγιο τ. παράχωσις, μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς] …   Dictionary of Greek

  • παραχώσιμο — το [παραχώνω] η ενέργεια τού παραχώνω …   Dictionary of Greek

  • επισκάπτω — ἐπισκάπτω (AM) [σκάπτω] 1. αναποδογυρίζω το χώμα για να καλύψω τον σπόρο 2. (για φυτά) σκάβω γύρω από τη ρίζα και παραχώνω όσες ρίζες βρίσκονται έξω από το έδαφος αρχ. σκαλίζω την επιφάνεια τού εδάφους …   Dictionary of Greek

  • ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… …   Dictionary of Greek

  • παράχωμα — το, ΝΜΑ [παραχώννυμι] σωρός από χώμα που χρησιμεύει ως πρόχωμα στα πλάγια διώρυγας ή τάφρου νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραχώνω 2. συσσώρευση χώματος κοντά στη ρίζα φυτού για να διατηρείται η υγρασία μέσα στον λάκκο 3. απόκρυψη… …   Dictionary of Greek

  • παράχωστος — η, ο [παραχώνω] παραχωσμένος, σκεπασμένος με χώμα …   Dictionary of Greek

  • παρακατορύσσω — Α παραχώνω ή φυτεύω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • παραχώννυμι — βλ. παραχώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”