παραχώνω — παραχώνω, παράχωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραχώνω — παράχωσα, παραχώθηκα, παραχωμένος 1. σκεπάζω με χώμα, θάβω: Ακόμα βρίσκονται πού και πού παραχωμένες νάρκες. – Σκότωσαν τους άντρες του χωριού και τους παράχωσαν σ ένα λάκκο. 2. χώνω εξαιρετικά μέσα, πολύ βαθιά: Το παράχωσες το καρφί στον τοίχο.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράχωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραχώνω, η κάλυψη με χώμα, το παράχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραχώνω. Η λ., στον λόγιο τ. παράχωσις, μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς] … Dictionary of Greek
παραχώσιμο — το [παραχώνω] η ενέργεια τού παραχώνω … Dictionary of Greek
επισκάπτω — ἐπισκάπτω (AM) [σκάπτω] 1. αναποδογυρίζω το χώμα για να καλύψω τον σπόρο 2. (για φυτά) σκάβω γύρω από τη ρίζα και παραχώνω όσες ρίζες βρίσκονται έξω από το έδαφος αρχ. σκαλίζω την επιφάνεια τού εδάφους … Dictionary of Greek
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek
παράχωμα — το, ΝΜΑ [παραχώννυμι] σωρός από χώμα που χρησιμεύει ως πρόχωμα στα πλάγια διώρυγας ή τάφρου νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραχώνω 2. συσσώρευση χώματος κοντά στη ρίζα φυτού για να διατηρείται η υγρασία μέσα στον λάκκο 3. απόκρυψη… … Dictionary of Greek
παράχωστος — η, ο [παραχώνω] παραχωσμένος, σκεπασμένος με χώμα … Dictionary of Greek
παρακατορύσσω — Α παραχώνω ή φυτεύω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο … Dictionary of Greek
παραχώννυμι — βλ. παραχώνω … Dictionary of Greek